τεσσαρακαιεικοσίπους

τεσσαρακαιεικοσίπους
και αττ. τ. τετταρακαιεικοσίπους, -ουν, Α
αυτός που έχει μήκος είκοσι τεσσάρων ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσαρα + καί + εἴκοσι + πούς «πόδι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”